ΕΑΕΚ- Αναγκαία και επίκαιρη όσο ποτέ η ενωτική δράση των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας

Η πρόσφατη διπλή εκλογική αναμέτρηση καθορίστηκε από την ευρεία επικράτηση της ΝΔ με την παράλληλη ενίσχυση ακροδεξιών σχημάτων με διαφορετικές εκφάνσεις, με την αναβίωση νεοναζιστικών μορφωμάτων αλλά και νεοπαγών κόμματων της παραδοσιοκρατίας και της αντιπολιτικής.

Καθοριστική για την επικράτηση της ΝΔ, ήταν η δυνατότητα άσκησης επεκτατικής οικονομικής πολιτικής με τη διανομή δισεκατομμυρίων ευρώ, συχνά με αδιαφανείς διαδικασίες, που με τη σειρά τους συγκρότησαν ένα ευρύ και πολυποίκιλο δίκτυο εξαρτήσεων και πελατειακών σχέσεων με απολήξεις σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Δε μπορούμε εδώ να παραβλέψουμε τη μιντιακή παντοδυναμία σε συνδυασμό με την απουσία θεσμικών αντίβαρων που προσέδωσαν στη διακυβέρνηση της ΝΔ καθεστωτικά χαρακτηριστικά και διευκόλυναν την επικράτησή της

Την ίδια στιγμή, η «κανονικοποίηση» της ακροδεξιάς ρητορικής, οι αντιμεταναστευτικές πρακτικές, με αποκορύφωμα το τραγικό ναυάγιο στη Πύλο, η επιβολή του δόγματος «νόμου και τάξης» παράλληλα με μια διαρκή λιτότητα από την απαρχή των μνημονίων την κατάρρευση των πραγματικών εισοδημάτων διευκόλυναν μια νεοσυντηρητική στροφή της ελληνικής κοινωνίας που οδήγησαν στην άνοδο των ακροδεξιών  κομμάτων. Στον τομέα αυτό θεωρούμε ότι οι ευθύνες της κυβέρνησης της ΝΔ είναι μεγάλες.

Από την άλλη μεριά η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, που έχασε παραδοσιακές εκλογικές δυνάμεις, εργαζόμενους της μισθωτής εργασίας, κυρίως από τις λαϊκές γειτονιές των μεγάλων αστικών κέντρων αλλά και μεγάλα τμήματα νέων ανθρώπων διαμορφώνει, αναμφίβολα ένα δύσβατο κοινοβουλευτικό τοπίο. Ταυτόχρονα αφαιρεί την δυνατότητα της, δυνητικά έστω, εναλλακτικής διακυβέρνησης, που είχαν απόλυτη ανάγκη οι χιλιάδες πολίτες που θίγονται από τα αποτελέσματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν οφείλεται κυρίως ή αποκλειστικά σε λαθεμένες επικοινωνιακές και προεκλογικές τακτικές -που είναι αλήθεια πως υπήρξαν πολλές. Οι τελευταίες απλά επιδείνωσαν τη κατάσταση λειτουργώντας σωρευτικά σε προβληματικές επιλογές ολόκληρης της προηγούμενης τετραετίας. Η στρατηγική προσέγγισης ενός υποτιθέμενου «μεσαίου χώρου», η ανυπαρξία σύγχρονων προγραμματικών επεξεργασιών, καθώς αυτές περιορίζονταν στη κατάργηση των επαχθών νόμων της ΝΔ, και σε μια θολή επιστροφή στο 2019 ήταν μερικές από αυτές.

Ειδικότερα για το Δημόσιο, η καθυστερημένη και διστακτική υιοθέτηση του αιτήματος για αύξηση μισθών, η προγραμματική απουσία δραστικών πολιτικών για την εξάλειψη των ελαστικών εργασιακών σχέσεων της αναξιοκρατίας και του πελατειασμού αλλά και προτάσεων που να διεκδικούν ένα νέο σύγχρονο και καθοριστικό ρόλο του Δημοσίου στον αντίποδα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών διέρρηξαν ως ένα βαθμό τη παραδοσιακά καλή σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τους εργαζόμενους στο Δημόσιο.

Εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε πως οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις στον χώρο της αριστεράς, παρά τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ, δε κατάφεραν να κερδίσουν παρά ελάχιστα, δείγμα ίσως μιας γενικότερης συντηρητικής στροφής ή μιας στάσης αναμονής του εκλογικού σώματος αναφορικά με το πολιτικό υποκείμενο που θα κληθεί να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της ΝΔ.

Πρόκειται αναμφίβολα για ένα δυσμενές εκλογικό αποτέλεσμα για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο, για τη μισθωτή εργασία και συνολικά για την ελληνική κοινωνία.

Η ΝΔ μετά και την αποδυνάμωση της αξιωματικής αντιπολίτευσης δείχνει να μπορεί ανεμπόδιστα πια να εφαρμόσει το πρόγραμμά της στις πιο ακραίες του εκδοχές, διαφημίζοντας το από τα πρόθυμα -πάντοτε- ΜΜΕ ως αναγκαίο, επιτακτικό και σύγχρονο.

Η αποδόμηση και η μετέπειτα ιδιωτικοποίηση βασικών πυλώνων του Δημοσίου (Υγεία, Παιδεία, ασφάλιση, υπηρεσίες κ.ά.), η συνεχιζόμενη ακρίβεια που συμβαδίζει παράλληλα με την αισχροκέρδεια και τους μισθούς φτώχειας, η αποψίλωση του μόνιμου προσωπικού, η λεηλασία της δημόσιας περιουσίας και των χρημάτων των φορολογουμένων μέσα από διάφορες ΣΔΙΤ, η αναξιοκρατία, αποτελούν ορισμένα από τα μεγάλα ανοιχτά μέτωπα που έχει να αντιμετωπίσει το συνδικαλιστικό κίνημα το επόμενο διάστημα.

Σε αυτές τις συνθήκες, καθίσταται αναγκαία και επίκαιρη όσο ποτέ, η ενότητα των εργαζομένων αλλά και των αριστερών, προοδευτικών συλλογικοτήτων που δραστηριοποιούνται στο χώρο της μισθωτής εργασίας, σε ένα αγωνιστικό πλαίσιο που θα αντισταθεί στις ζοφερή προοπτική των πολιτικών της κυβέρνηση της ΝΔ. Η απουσία ισχυρής, αριθμητικά, αντιπολίτευσης, και η, ελπίζουμε πρόσκαιρη, κινηματική «άπνοια» καθιστούν την ενωτική και αποτελεσματική παρουσία των συνδικάτων αναγκαία όσο ποτέ.

Σ’ αυτό το δυσμενές για όλους μας πλαίσιο καλούμε, όλες τις προοδευτικές δυνάμεις του συνδικαλιστικού κινήματος του δημοσίου, παρά τις υπαρκτές διαφορές μας, σε κοινή αγωνιστική συμπόρευση για να κάνουμε τα συνδικάτα πραγματικά φυτώρια δημοκρατίας. Για να δημιουργήσουμε όλοι μαζί ένα μέτωπο αντίστασης στις πολιτικές της κυβέρνησης  της ΝΔ  και να αγωνιστούμε στην κατεύθυνση της ανατροπής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της, για να δημιουργήσουμε  αντίστοιχες  πλειοψηφικές   θέσεις και  προτάσεις στα  Συνδικάτα, που θα απαντούν στις ανάγκες των καιρών και των εργαζομένων.

Άξονες δράσης του συνδικαλιστικού κινήματος στο Δημόσιο, για τους οποίους θα πρέπει να δώσουμε τη μάχη με όλες μας τις δυνάμεις την επόμενη περίοδο είναι:

  • Αυξήσεις μισθών στο Δημόσιο, με αναπλήρωση των απωλειών που υπέστησαν τα εισοδήματα μας από την ακρίβεια και τον πληθωρισμό των τελευταίων δυο χρόνων αλλά και αποκατάσταση των απωλειών που υποστήκαμε στα χρόνια των Μνημονίων
  • Να αποτρέψουμε τις πολιτικές ιδιωτικοποίησης του Δημοσίου. Στην Υγεία τη Παιδεία τη Κοινωνική Ασφάλιση, αλλά και σε κάθε άλλο μέτωπο που θα θέτει σε διακινδύνευση τα κοινωνικά αγαθά
  • Στήριξη και ενίσχυση του Δημοσίου με γενναία χρηματοδότηση και προσωπικό,  με μαζικές προσλήψεις, αλλά και την παράλληλη κατάργηση των πάσης φύσεως ελαστικών μορφών απασχόλησης
  • Εξάλειψη της αναξιοκρατίας και του πελατειασμού, κάλυψη όλων των θέσεων ευθύνης στο δημόσιο με διαφανείς, αξιοκρατικές και αντικειμενικές διαδικασίες κρίσεων για την ενίσχυση της δημοκρατίας στους χώρους δουλειάς.